Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καν πως έχουν στο σώμα τους κάποια βακτήρια/μικρόβια, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν πιθανά και τη γονιμότητα.
Συνήθως μαζί με το σπερμοδιάγραμμα – που είναι το πρώτο βήμα στην διερεύνηση της ανδρικής γονιμότητας – γίνεται και έλεγχος των μικροβίων. Αυτά τα μικρόβια μπορεί να είναι βακτήρια ή ενδοκυττάρια παθογόνα (ιοί) και κάθε κατηγορία μικροβίων ανιχνεύεται με μια διαφορετική μέθοδο προσδιορισμού.
Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί μπορεί να βρεθούν μόνο στον άνδρα ή μόνο στην γυναίκα, πολλές φορές όμως μεταφέρονται στο ζευγάρι από τον ένα σύντροφο στον άλλο. Τα μικρόβια μπορεί να προκαλέσουν υπογονιμότητα γι’ αυτό και ο έλεγχος τους και στους δύο συντρόφους είναι μέρος του ελέγχου της γονιμότητας τους.
Μπορούν τα μικρόβια του σπέρματος να επηρεάσουν την γονιμότητα του άνδρα;
Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία, πολλές εργασίες αναφέρουν αρνητική επίδραση στην γονιμοποιητική ικανότητα του σπέρματος. Όλες οι παράμετροι του σπερμοδιαγράμματος φαίνεται να επηρεάζονται: αριθμός σπερματοζωαρίων, κινητικότητα και μορφολογία και μικροοργανισμοί όπως. Escherichia (E.) coli, Staphylococcus (S.) aureus, Enterococcus (E.) faecalis, Ureaplasma (U.) urealyticum, Mycoplasma (M.) hominis, and Chlamydia (C.) trachomatis έχουν ενοχοποιηθεί. (Η επίδραση των βακτηρίων στο σπέρμα – Monika Fraczek, Maciej Kurpisz, 2015)
Με ποιο τρόπο επηρεάζουν τα μικρόβια τα σπερματοζωάρια;
Τα μικρόβια μπορούν να επηρεάσουν τα σπερματοζωάρια με πολλούς τρόπους.
Μπορούν να προκαλέσουν ακινητοποίηση του σπερματοζωαρίου ή καταστροφή της μορφολογίας του είτε με άμεση επαφή του μικροβίου με το σπερματοζωάριο (όπως είναι γνωστό για τα βακτήρια E. Coli, C. Trachomatis, M. Hominis, and U. Urealyticum) είτε με μολυσματικούς παράγοντες που εκκρίνουν, όπως ο παράγοντας ακινητοποίησης του σπερματοζωαρίου (sperm immobilization factor, SIF).
Πως ανιχνεύονται τα μικρόβια;
Οι μικροοργανισμοί μπορεί να ανιχνευτούν με διαφορετικές μεθόδους. Ανάλογα με τον μικροοργανισμό που θέλουμε να ανιχνεύσουμε χρησιμοποιούμε την ανάλογη μέθοδο. Στο Ανδρολογικό-Ζεγκινιάδου ακολουθούνται οι ακόλουθες μέθοδοι:
Για τα αερόβια και αναερόβια βακτήρια γίνεται καλλιέργεια σε τρυβλίο και αν η καλλιέργεια είναι θετική γίνεται το αντιβιόγραμμα, που είναι απαραίτητο στοιχείο για να καθορίσει ο γιατρός την σωστή θεραπεία.
Για το μυκόπλασμα-ουρεόπλασμα γίνεται καλλιέργεια σε τρυβλίο McConkey, το οποίο δίνει την δυνατότητα αντιβιογράμματος. Για τις περιπτώσεις που είναι σημαντικό να ανιχνευτούν όλα οι τύποι μυκοπλάσματος-ουρεοπλάσματος χρησιμοποιείται μοριακή μέθοδος με PCR.
Για τα χλαμύδια, και τους ιούς, όπως ο ιός των κονδυλωμάτων – HPV, ο ερπητοιός – HSV και ο κυτταρομεγαλοιός – CMV χρησιμοποιείται η μοριακή ανίχνευση με PCR ή η εξειδικευμένη μέθοδος του ανοσοφαινότυπου με το SPI Τest™ (Sperm Pathogen Immunophenotyping test).
ΑΕΡΟΒΙΟΙ – ΑΝΑΕΡΟΒΙΟΙ ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ
Πολλές φορές στα βιολογικά υγρά ανιχνεύονται αερόβιοι και αναερόβιοι μικροοργανισμοί, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνουν παθογόνοι. Τα βακτήρια είναι προκαρυωτικοί οργανισμοί που έχουν διάφορες μορφές και σχήματα. Οι μικροοργανισμοί χωρίζονται σε αερόβιους, που έχουν ανάγκη το οξυγόνο για να ζήσουν και στους αναερόβιους, που σκοτώνονται αν υπάρχει οξυγόνο στο περιβάλλον τους.
Ο έλεγχος για τα αερόβια μικρόβια είναι πολύ συνηθισμένη εξέταση, γίνεται στο δείγμα του σπέρματος ή των ούρων, για τον έλεγχο των λοιμώξεων του ουρογεννητικού συστήματος. Η ανίχνευση των μικροοργανισμών γίνεται με τις καλλιέργειες. Το προς εξέταση δείγμα στρώνεται σε θρεπτικά υλικά όπως είναι το αιματούχο άγαρ, άγαρ Mc Conkey και Sabouraud κ.α. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να ανιχνευτούν παθογόνα μικρόβια όπως Escherichia coli, Proteus, Pseudomonas, Klebsiella, Staphylococcus aureus, Enterococcus, Staphylococcus epidermididis, που θα θεωρηθούν δυνητικά παθογόνα εφόσον παρουσιάζουν μεγάλη ανάπτυξη στην καλλιέργεια.
Όταν στην καλλιέργεια αναπτυχθεί κάποιος μικροοργανισμός πρέπει να εξεταστούν διαφορετικά αντιβιοτικά για να διαπιστωθεί ποιό είναι το πιο αποτελεσματικό για την κάθε περίπτωση. Αυτή η διερεύνηση γίνεται με το αντιβιόγραμμα. Έτσι ο γιατρός βασίζεται στο αντιβιόγραμμα και διαλέγει το σωστό φάρμακο για την κάθε περίπτωση.
ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ – ΟΥΡΕΟΠΛΑΣΜΑ
Το μυκόπλασμα (Mycoplasma Hominis, Mycoplasma Genitalium) και το ουρεόπλασμα (Ureaplasma Urealyticum, Ureaplasma Parvum) ανήκουν στην οικογένεια των μυκοπλασματοειδών και ανιχνεύονται στο αναπαραγωγικό σύστημα μεγάλου ποσοστού των σεξουαλικά ενεργών ανθρώπων. Στον άνδρα οι μικροοργανισμοί αυτοί απομονώνονται και στις εκκρίσεις του προστάτη.
Οι δύο αυτοί μικροοργανισμοί μεταδίδονται και με σεξουαλική επαφή και μπορεί να προκαλέσουν ποικιλία κλινικών συνδρόμων και λοιμώξεων όπως ουρηθρίτιδα και προστατίτιδα, πόνο και τσούξιμο κατά την ούρηση, καθώς, και διόγκωση και πόνο της επιδιδυμίδας. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως η λοίμωξη από μυκόπλασμα ή ουρεόπλασμα είναι ασυμπτωματική.
Η ανίχνευση και η ταυτοποίηση του μυκοπλάσματος και του ουρεοπλάσματος συνήθως γίνεται με μία βιοχημική ημι-ποσοτική μέθοδο. Στη μέθοδο αυτή επωάζεται το δείγμα του σπέρματος με αντιδραστήριο που περιέχει αργινίνη και ουρία. Εάν το προς εξέταση δείγμα είναι μολυσμένο με μυκόπλασμα και ουρεόπλασμα, τότε διασπώνται η ουρία και η αργινίνη και αλλάζει το χρώμα του διαλύματος. Eάν υπάρχει ποσότητα μυκοπλάσματος ή ουρεοπλάσματος σε συγκέντρωση >104 CFU/ml, η εξέταση του σπέρματος βγαίνει θετική μέσα σε 24 ώρες. Η μέθοδος δεν έχει υψηλή ειδικότητα και έχει υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικού αποτελέσματος.
Τόσο το μυκόπλασμα όσο και το ουρεόπλασμα είναι πιο αξιόπιστο να ανιχνευτούν με καλλιέργεια σε ειδικό εκλεκτικό θρεπτικό υλικό ανάπτυξης A7. Η καλλιέργεια, βάση πρωτοκόλλου, πρέπει να επωάζεται 3-5 μέρες. Με την καλλιέργεια αυτή ανιχνεύεται το Mycoplasma Hominis και το Ureaplasma Urealitycum και επίσης και το Mycoplasma Fermentans που αναπτύσσεται μετά από 5 μέρες επώασης.
Η καλλιέργεια είναι μέθοδος επιλογής και δίνει την δυνατότητα αντιβιογράμματος, με την χρήση μιας ειδικής πλακέτας προσροφημένων αντιβιοτικών σε διαφορετικές συγκεντρώσεις, ειδικών για τους συγκεκριμένους μικροοργανισμούς. Η σωστή επιλογή του αντιβιοτικού, όπως μαθαίνουμε από το αντιβιόγραμμα, είναι σημαντική πληροφορία ώστε να καθορίσει ο γιατρός την σωστή θεραπεία.
Την μεγαλύτερη αξιοπιστία όμως στην εξέταση παρέχει η μέθοδος PCR, που ανιχνεύει το γενετικό υλικό των μικροοργανισμών. Με το PCR μπορούν να ανιχνευτούν όλοι οι τύποι του μυκοπλάσματος και όλοι οι τύποι του ουρεοπλάσματος, με μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα.
ΧΛΑΜΥΔΙΑ
Τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis) είναι βακτήρια που προσβάλλουν το αναπαραγωγικό σύστημα. Τα χλαμύδια αποτελούν γενικά μια «σιωπηρή νόσο», καθώς το 50% των ανδρών που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν συμπτώματα. (Ο έλεγχος των χλαμυδίων στον άνδρα, Eley and Pacey, 2010)
Αποτελεί την πιο συχνή σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είχε ανακοινώσει ότι υπήρχαν 92 εκατομμύρια ανθρωποι με χλαμύδια στον κόσμο για το 2001 και 127 εκκατομύρια για το έτος 2016!!! World Health Organisation. (2001) Global Prevalence and Incidence of Selected Curable Sexually Transmitted Infections Overviews and Estimates. World Health Organisation, Geneva. + Prevalence chlam 2016
Αν υπάρξουν συμπτώματα, αυτά εμφανίζονται 1-3 εβδομάδες μετά την πιθανή επαφή με το μικρόβιο. Στους άνδρες, τα χλαμύδια προκαλούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γονόρροιας. Ορισμένες φορές μπορεί να υπάρχει κάποια ασυνήθιστη έκκριση από το πέος (γαλακτώδες άσπρο ή κίτρινο υγρό) ή ένα αίσθημα καψίματος κατά την ούρηση. Σπανιότερα, μπορεί να παρουσιαστεί πόνος ή και πρήξιμο στον ένα ή και τους δύο όρχεις.
Η μόλυνση από τα χλαμύδια επηρεάζει αρνητικά την λειτουργία του σπερματοζωαρίου με αποτέλεσμα να προκαλείται υπογονιμότητα ή αποβολές. Είναι σημαντικό η εργαστηριακή μέθοδος να μπορέσει να ανιχνεύσει τα χλαμύδια ώστε με την στοχευμένη θεραπεία να καταπολεμηθεί η λοίμωξη και να βελτιστοποιηθούν τόσο οι προσπάθειες φυσικής σύλληψης όσο και οι προσπάθειες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Υπάρχουν πολλές μέθοδοι για την ανίχνευση των χλαμυδίων με πιο συνηθισμένες α) τη μέθοδο με σφαιρίδια latex και β) τον άμεσο ανοσοφθορισμό, όπου χρησιμοποιούνται μονοκλωνικά αντισώματα συνδεδεμένα με φλουορεσκεΐνη (FITC), έναντι μιας ειδικής πρωτεΐνης του χλαμυδίου. Οι μέθοδοι αυτοί ανιχνεύουν τα xλαμύδια, με μικρή όμως ευαισθησία.
Αντίθετα οι μοριακές μέθοδοι όπως η μέθοδος της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (polymerase chain reaction – PCR) είναι πιο ευαίσθητες και κατά συνέπεια πιο αξιόπιστες. Η μέθοδος PCR βασίζεται στην ανίχνευση του γενετικού υλικού του χλαμυδίου (DNA) που μπορεί να υπάρχει σε ένα δείγμα.
Αρχικά γίνεται πολλαπλασιασμός του γενετικού υλικού και έτσι μπορεί να γίνει η ανίχνευση του χλαμυδίου ακόμη και σε δείγματα με χαμηλή ποσότητα. Αν και ένα πολύ μικρό ποσοστό δειγμάτων σπέρματος μπορεί να έχει αναστολείς της πολυμεράσης – του ενζύμου που χρησιμοποιείται στην μέθοδο PCR – γεγονός που μπορεί να προκαλέσει αρνητικά τα αποτέλεσμα, η ανίχνευση με την PCR αποτελεί, με απόσταση, την καλύτερη μέθοδο προσδιορισμού των χλαμυδίων.
Τα τελευταία χρόνια η ανίχνευση των χλαμυδίων μπορεί επίσης να γίνει με την μέθοδο SPI Τest™ (SpermPathogenImmunophenotyping). Τα σπερματοζωάρια αρχικά μονιμοποιούνται, διανοίγονται οπές στη μεμβράνη και μετά ακολουθεί ειδική κατεργασία. Στη συνέχεια επωάζονται με αντισώματα – συγκεκριμένα για το παθογόνο – και στο τέλος η ενδοκυττάρια έκφραση των μικροοργανισμών αναλύεται και αξιολογείται με κυτταρομετρία ροής, σε μεγάλο πληθυσμό κυττάρων.
Πηγή: andrologylab.gr