Εδώ και αιώνες επικρατεί μια κοινωνική προκατάληψη, που θέλει τους άντρες να είναι "σκληροί" και να μην χύνουν δάκρυα και γενικά όταν κάποιος δει κάποιον άλλο να κλαίει το πρώτο που θα του πει είναι "μην κλαις". Ωστόσο, σύγχρονες μελέτες δείχνουν πως το κλάμα κάνει καλό.
Μάλιστα το κλάμα θεωρείται ως "μέσο" για να έχει κανείς ευεξία και καλή ψυχική υγεία.
Χαρακηριστική είναι η σχτική έρευνα που κάνει ο Ιάπωνας ακαδημαϊκός,Χιντεφούμι Γιοσίντα, ο οποίος αυτοαποκαλείται «ο δάσκαλος των δακρύων», ενώ διοργανώνει τακτικά εργαστήρια και διαλέξεις σε όλη τη χώρα, για να εκπαιδεύσει τους ανθρώπους στα ψυχολογικά οφέλη του κλάματος.
«Η πράξη του κλάματος είναι πιο αποτελεσματική από το γέλιο ή τον ύπνο στη μείωση του στρες», δήλωσε ο Yoshida ανατρέποντας τις περισσότερες από τις μελέτες για το στρες.
Όπως εξηγεί, η ακρόαση συναισθηματικής μουσικής, η παρακολούθηση θλιβερών ταινιών και η ανάγνωση βιβλίων που φέρνουν δάκρυα, μπορούν να προσφέρουν τεράστια οφέλη στην ψυχική υγεία με την τόνωση της παρασυμπαθητικής νευρικής δραστηριότητας, η οποία επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό και μπορεί να έχει καταπραϋντική επίδραση στο μυαλό.
«Αν κλαίτε μία φορά την εβδομάδα, μπορείτε να ζήσετε μια ζωή χωρίς στρες», πρόσθεσε.
Το 2014, ο Yoshida συνεργάστηκε με τον Χιντέχο Αρίτα καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Toho στο Τόκιο, για να ξεκινήσει μια σειρά διαλέξεων με στόχο την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα οφέλη του κλάματος.
Έκτοτε έχει κατακλυστεί από αιτήματα σχολείων και εταιρειών για να κάνει διαλέξεις και άλλες δραστηριότητες σχετικά με το θέμα.
Πάντως, ο Yoshida δεν είναι ο πρώτος που αποδέχεται τις καταπραϋντικές επιδράσεις του κλάματος.
Το 1981, μια μελέτη με τίτλο «Tear Expert», την οποία διεξήγαγε ο Δρ Γουίλιαμ Φρέι στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, ανέφερε ότι το κλάμα απελευθερώνει ενδορφίνες, προωθώντας στη συνέχεια τα συναισθήματα της ευτυχίας και της ευημερίας.
Μια άλλη μελέτη που διεξήχθη το 2008 σε περισσότερους από 3.000 ανθρώπους διαπίστωσε ότι το κλάμα τους έκανε να νιώθουν πολύ καλύτερα σε δύσκολες καταστάσεις, οδηγώντας τους συγγραφείς να δηλώνουν ότι η πρόκληση δακρύων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μορφή θεραπείας.