Τα βιβλία δεν επιμορφώνουν μόνο, αλλά κάποια διασκεδάζουν, μερικά προσφέρουν καθοδήγηση και κάποια βοηθούν τον αναγνώστη όχι μόνο να διαμορφώσει άποψη, αλλά και να οδηγηθεί σε μονοπάτια σκέψης που ούτε καν είχε φανταστεί. Εμείς επιλέξαμε 5 βιβλιοπροτάσεις γι' αυτή την εβδομάδα και σας τις παρουσιάζουμε:
1. "Η δεξιά τσέπη του ράσου" από τις εκδόσεις Εστία
Έντονα σημειολογική η νουβέλα αυτή, που μπορεί να μην έχει τις ανατροπές ενός μυθιστορήματος, αλλά θα σας κάνει να μην μπορείτε να το αφήσετε από τα χέρια σας, μέχρι να δείτε πού θα καταλήξει ο αγώνας του Βικέντιου. Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς. Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο. Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας. Η συγκεκριμένη νουβέλα ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας.
2. "Πέτρα και μέλι" από τις εκδόσεις Ωκεανίδα
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει όμορφη πλοκή, ζωντανούς ήρωες και μία δυνατή ιστορία. Με ουσιαστικούς διαλόγους που δίνουν παραστατικότητα στο κείμενο, και σε κάποια σημεία χιουμοριστικούς για να σε αποφορτίζει από τα έντονα συναισθήματα που νιώθεις, διαβάζοντάς το θα καταφέρει να κερδίσει τις καρδιές σας. Όλους με κάποιο τρόπο μας σημαδεύει ο τόπος μας, πόσο μάλλον αν αυτός λέγεται Μάνη. Ο αέρας που μπαίνει σφυρίζοντας στις πολεμότρυπες των πύργων ακόμα ψιθυρίζει ιστορίες για πειρατές και γδικιωμούς. Μοιάζουν παλιές και ξεχασμένες, όμως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ένα ατύχημα με τραγική κατάληξη γίνεται αιτία να αναβιώσει μια ξεχασμένη βεντέτα σε ένα χωριό της Μέσα Μάνης. Ο Οδυσσέας, δεκαπέντε χρονών, αναγκάζεται να φύγει από τον τόπο του για να ζήσει κοντά στο θείο του, που είναι εγκατεστημένος από χρόνια στη Νέα Υόρκη. Επιστρέφει, δεκαεπτά χρόνια μετά, να κλείσει τους παλιούς λογαριασμούς. Όμως σ’ αυτή την πρώτη του επιστροφή, ανέλπιστα, τον περιμένει ο έρωτας. Ένας φλογερός έρωτας που τα σαρώνει όλα. Παρελθόν και παρόν κι ακόμα περισσότερο το μέλλον.
3. Ψίθυροι του Βαρδάρη" από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Αύγουστος του 1917 και η πόλη καίγεται συθέμελα. Ο πλούσιος Μεχμέτ εφέντης σώζει τη ζωή μιας χριστιανής, της Σοφίας. Την ερωτεύεται παράφορα, παντρεύεται όμως μια άλλη γυναίκα. Η Ζοζεφίν και το πολυτελές πορνείο της γίνονται μάρτυρες μιας μάζωξης λαών από όλα τα μέρη του κόσμου που θα κληθούν να χύσουν το αίμα τους σε έναν καταστροφικό πόλεμο. Η Εσρά, μια τσιγγάνα που η γέννησή της χάνεται στον χρόνο, κινείται αθόρυβα και υπογείως στην πόλη και παρεμβαίνει στις ανθρώπινες ζωές. Μια επιστολή, πολλά χρόνια αργότερα, φέρνει στο φως επτασφράγιστα μυστικά που σημάδεψαν τη μοίρα όλων αυτών που κάποτε σεργιάνισαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ο βαρδάρης, ο αέναος τοπικός άνεμος, μας παρασέρνει στη δίνη της ιστορίας μιας πόλης σαγηνευτικής και φέρνει μαζί του ψιθύρους ξεχασμένους. «Βαδίζω και βλέπω τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει στη Λεωφόρο Νίκης, ακούω τη φωνή του μουεζίνη από το Χαμζά Μπέη Τζαμί, μυρίζω τα αυγά χαμινάδος από τις κουζίνες των εβραϊκών σπιτιών. Περπατάω και αισθάνομαι την αύρα όλων αυτών των ανθρώπων που γεννήθηκαν, έζησαν, ερωτεύτηκαν και λάτρεψαν αυτή την πόλη», αναφέρει η Σοφία Βοϊκου, συγγραφέας του βιβλίου.
4. "Σε χρόνο αόριστο" από τις εκδόσεις Λιβάνη
Αρκετοί έχουν ασχοληθεί με την Μικρασιατική καταστροφή, με τη Σμύρνη και τον πόλεμο. Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί για τις απώλειες, τα πλούτη και την ονειρεμένη ζωή που ζούσαν εκεί οι άνθρωποι, μέχρι που τα εγκατέλειψαν όλα και έφυγαν για το άγνωστο, ψάχνοντας για μια νέα πατρίδα. Το μυθιστόρημα,, όμως, του Δημήτρη Βαζελάκη δεν στέκεται τόσο στον πόλεμο εκείνο, όσο στον επόμενο, του 1940, που ήρθε να αποτελειώσει ό,τι είχε μείνει όρθιο. Με εκπληκτικές περιγραφές στα πεδία της μάχης, με αληθοφάνεια και σεβασμό στα όσα η ιστορία έχει γράψει. Η πολυτάραχη ζωή της Μαρίας, που ορφανεύει μόλις γεννιέται, αρχίζει στην ελληνική Σμύρνη, έπειτα στους καταυλισμούς των προσφύγων στη σημερινή Κοκκινιά, αργότερα στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Ελλάδα. Λίγο πριν τον ξεριζωμό ένα μυστικό θα τη φέρει αντιμέτωπη με ένα φοβερό δίλημμα: να το μοιραστεί για να μετριάσει το βάρος του ή να το κρατήσει σφαλιστό μες στην καρδιά της; Μια ζωή θα ταλαντεύεται ανάμεσα στον έρωτα που τη σημάδεψε και στην παιδική της αγάπη, που η μοίρα θα κάνει σύζυγό της. Μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα στα «πρέπει» και στα «θέλω».
5. "Ένας άγγελος στο ταβάνι μου" από τις εκδόσεις Κέδρος
Ένα βιβλίο για όσα ανεξήγητα αξίζει να εξηγηθούν μα και για όσα δε χρειάζονται καμία εξήγηση. Ένα καθηλωτικό και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για την αξία και τη μοναδική δύναμη της ζωής. Αρκετό χιούμορ, κοφτές προτάσεις, βραχυπερίοδος λόγος, σαρκασμός, ανατροπή, βαθυστόχαστο και καθόλου κουραστικό. «Είχα πεθάνει; Αυτό αναρωτιόμουν. Μάλλον είχα πεθάνει. Ή έβλεπα ένα όνειρο. Βρισκόμουν με την πλάτη κολλημένη στο ταβάνι και κοίταζα κάτω. Δε μου φαινόταν λογικό. Πάντως εγώ από την τρομάρα μου ήμουν κολλημένος εκεί και δεν το κουνούσα ρούπι. Είχα τη βεβαιότητα πως αν κουνιόμουν θα έπεφτα με τη μούρη στο πάτωμα. Σε νοσοκομείο ήμουν, δε χωρούσε αμφιβολία. Όλοι φορούσαν άσπρες μπλούζες και είχαν περικυκλώσει κάποιον, τον οποίο απομάκρυναν προτού προλάβω να δω ποιος ήταν. Τώρα, ή αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ και μόλις είχα πεθάνει ή υπήρχε κάποια άλλη λογική εξήγηση για την πλάτη μου στο ταβάνι και θα την έβρισκα από στιγμή σε στιγμή. Και τότε μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα: να γίνω φύλακας άγγελος. Ποιανού; Δεν ξέρω. Πώς; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως το γιατί: Γιατί μπορώ! Κι αφού δε θυμάμαι ούτε το όνομά μου, αποφάσισα πως θα με λένε Κομπέιν. Τι πάει να πει γιατί; Γιατί μπορώ!».