Πολλοί άνθρωποι στη σύγχρονη εποχή στην οποία οι ρυθμοί της καθημερινότητας είναι φρενήρεις, διαμαρτύρονται συχνά για κόπωση. Πότε όμως θα πρέπει να ανησυχήσουμε και να επισκεφτούμε γιατρό και τι θα πρέπει να προσέξουμε;
Σε άρθρο της η Ιατρός (Ειδική Παθολόγος) Δρ. Αναστασία Μοσχοβάκη, εξηγεί τα πάντα για την κόπωση.
Τι είναι η κόπωση;
Η κόπωση είναι φυσιολογικό φαινόμενο όταν είναι παροδική εμφανιζόμενη έπειτα από έντονη σωματική ή πνευματική προσπάθεια λόγω έλλειψης ύπνου ή ως απότοκος αλλαγής στην καθημερινότητα του πάσχοντος. Η παροδική έντονη κόπωση είναι συνήθης μετά από δραματικές αλλαγές στην ζωή ή στον οργανισμό όπως είναι οι αλλαγές που επιφέρει ένα διαζύγιο, η αλλαγή εργασίας, η εμφάνιση χρόνιου νοσήματος. Ακόμη όμως και σε ηπιότερες καταστάσεις όπως είναι κατά την προσαρμογή στην αλλαγή των εποχών (άνοιξη χειμώνας), οπότε ο οργανισμός πρέπει να προσαρμοστεί στις γενικότερες αλλαγές των καιρικών συνθηκών μπορεί να εμφανιστεί παροδική κόπωση. Τα συμπτώματα είναι έλλειψη ενέργειας και πτώση στις δραστηριότητες, εκνευρισμός, δυσκολία συγκέντρωσης και δυσκολία στην ανάκτηση δυνάμεων.
Τι είναι η χρόνια κόπωση;
Η χρόνια κόπωση είναι διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έντονη κόπωση που δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση και διαρκεί. Το ιδιοπαθές σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ή σύνδρομο χρόνιας κόπωσης όπως συχνά αποκαλείται συνοπτικά είναι επίμονη, υποτροπιάζουσα και μεγάλης διάρκειας κόπωση που διαρκεί δηλαδή περισσότερο από έξι μήνες, δεν προκαλείται από υποκείμενο νόσημα ή παράγοντα, συνοδεύεται από σωματικά άλγη και επηρεάζει σημαντικά την ικανότητα του ατόμου ν’ ανταποκριθεί στις καθημερινές του υποχρεώσεις. Πρόσφατα το Ινστιτούτο Ιατρικής των ΗΠΑ πρότεινε τη μετονομασία του συνδρόμου σε σύνδρομο δυσανεξίας στην άσκηση για να υπογραμμίσει το χαρακτηριστικό αίσθημα κακουχίας που εμφανίζεται στους πάσχοντες από το σύνδρομο μετά την καταβολή μυϊκής προσπάθειας.
Που οφείλεται η χρόνια κόπωση;
Μπορεί να οφείλεται σε κάποιο συγκεκριμένο παράγοντα ή νόσο όπως είναι η κατάχρηση αλκοόλ, η αϋπνία, η χρήση ηρεμιστικών φαρμάκων, το άγχος, η υπερκόπωση, η αναιμία, οι ορμονικές ανωμαλίες, η χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια, οι χρόνιες φλεγμονές, ορισμένες λοιμώξεις, βιοχημικές διαταραχές και ψυχιατρικά σύνδρομα, νεφρική ανεπάρκεια, ηπατική βλάβη, καρδιακά σύνδρομα. Εφόσον κάποιος έχει τέσσερα από τα παρακάτω συμπτώματα για διάστημα άνω των έξι μηνών: διαταραχές της μνήμης και της συγκέντρωσης (που δεν προκαλούνται από φάρμακα, αλκοόλ ή ουσίες), μυϊκοί πόνοι, πόνοι στις αρθρώσεις, ύπνος που δεν ξεκουράζει, κακουχία μετά από άσκηση, εμφάνιση πονοκεφάλου που δεν προϋπήρχε, ευαισθησία στις μασχάλες, πονόλαιμο, πιθανόν πρόκειται για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης. Όταν η κόπωση δεν υποχωρεί σε μέτρα ξεκούρασης και είναι επίμονη, η ιατρική εξέταση είναι απαραίτητη.
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι ψυχιατρικό νόσημα;
Ενώ παλιότερα το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης αντιμετωπίζονταν ως ψυχιατρικό νόσημα, σήμερα αυτό έχει καταρρεύσει. Οι πάσχοντες δεν βελτιώνονται με ψυχοφάρμακα ενώ το ανοσοποιητικό σύστημα παρουσιάζει σημαντική διαταραχή που συχνά εμφανίζεται ως απότοκος λοίμωξης που έχει προηγηθεί. Στους πάσχοντες υπάρχει αύξηση αντισωμάτων, συχνά έναντι του ιού Epstein barr και των χλαμυδίων της πνευμονίας, μείωση των ΝΚ λευκών αιμοσφαιρίων. Ενώ η πνευματική κόπωση είναι σημαντική συνιστώσα του συνδρόμου η ψυχική κόπωση και η κατάθλιψη είναι σημαντικές συνέπειες της δυσκολίας προσαρμογής στην καθημερινότητα που παρουσιάζουν οι πάσχοντες. Το πρόβλημα επιτείνεται από τη στάση του περιβάλλοντος που συχνά αντιμετωπίζει τον πάσχοντα ως ψυχασθενή.
Πώς αντιμετωπίζεται η κόπωση;
Όταν η κόπωση επιμένει ή καθιστά αδύνατη την επιτέλεση των καθημερινών καθηκόντων απαιτείται συνεργασία με τον γιατρό για τη λήψη συντονισμένων μέτρων. Η θεραπεία στοχεύει στην αποκατάσταση των παθολογικών παραγόντων ή των νοσημάτων που προκαλούν δευτεροπαθώς χρόνια κόπωση. Αρκετές φορές τα νοσήματα αυτά δεν έχουν άλλα συμπτώματα και αποκαλύπτονται από ιατρικές εξετάσεις. Ανάλογα με την αιτία μπορεί να χορηγηθούν φάρμακα ή να γίνουν διατροφικές παρεμβάσεις για σταθεροποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, αύξηση των αποθεμάτων ενέργειας και ισορρόπηση του νευρικού συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις η παράλληλη ψυχολογική υποστήριξη και ψυχιατρική θεραπεία είναι απαραίτητη.