Είναι πολύ δύσκολο να εργάζεται κανείς σε συνθήκες κρίσης, ωστόσο, για κάποιους ανθρώπους, οι δυσκολίες αποτελούν κίνητρο για σκέψη, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τον δρόμο της επαγγελματικής – επιχειρηματικής επιτυχίας.
Ένας εξ αυτών είναι και ο ελληνικής καταγωγής Δημήτρης Κρις, ο οποίος γεννήθηκε όμως στη Νέα Υόρκη. Μετά από πολλές δουλειές, όπως οδηγός ταξί, διευθυντής σε έκθεση αυτοκινήτων, συντάτης στον Εθνικό Κήρυκα, του ήρθε η ιδέα να... κάνει επιστροφή στις ρίζες και να ασχοληθεί με ένα κατ' εξοχήν ελληνικό προϊόν. Το 1998 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εργάζεται στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης για το Συμβούλιο Απόδηνου Ελληνισμού. Το 2000 πήγε στην Πράγα ως υπεύθυνος έκδοσης της PWC. To 2005 επέστρεψε άλλη μια φορά στην Ελλάδα και εργάστηκε ως διευθυντής εταιρικής ανάπτυξης στην οικονομική εφημερίδα Εξπρές, όπως το αναφέρει το newmoney.gr.
Mέσα από αυτή τη δουλειά γνώρισε τον Δημήτρη Πολιτόπουλο της Ζυθποποίας Μακεδονίας - Θράκης. Με τη βοήθειά του άρχισε να πουλά συσκευασμένο τσάι του βουνού. Το τσάι της ελληνικής υπαίθρου με τη βαριά, χαρακτηριστική μυρωδιά δεν ήταν καθόλου διαδεδομένο και γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο. Παντελώς άγνωστο είναι επίσης το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ποικιλία έχει ευεργετικές ιατρικές ιδιότητες και καταπληκτική γεύση. Λειτουργεί δηλαδή σαν ένα εύγευστο φυσικό φάρμακο. Με τη βοήθεια χημικών και τεχνολόγων τροφίμων, μέσα σε διάστημα ενός έτους, ο Κρις κατάφερε να τελειοποιήσει το προϊόν του, το τσάι του βουνού από εκχύλισμα τσαγιού, χυμό λεμόνι και καστανή ζάχαρη. Το ονόμασε, πώς αλλιώς; Tuvunu, από το ελληνικό "του βουνού".
Μεγάλο όνειρο του Δημήτρη Κρις ήταν πάντα να μπορέσει να πουλήσει το ελληνικό τσάι στο εξωτερικό. Η συνεργασία του με τον Δημήτρη Πολιτόπουλο, τον βοήθησε να το κάνει πραγματικότητα. Μετά από συνεργασία δύο ετών, οι δυο επιχειρηματίες άρχισαν να παράγουν το δικό τους τσάι.
Όπως έχουν παραδεχτεί και οι ίδιοι, το εγχείρημα δεν ήταν κάτι εύκολο, καθώς είχαν να παλέψουν με την ελληνική γραφειοκρατία, αλλά κι έναν παλιό νόμο του 1900 που απαγόρευε στις ζυθοποιίες να παράγουν οτιδήποτε άλλο εκτός από μπύρα. Τελικά όμως τα κατάφεραν.
Για τον Δημήτρη αυτό ισοδυναμεί πέραν της προσωπικής επιτυχίας, με... εθνική νίκη, καθώς όπως λέει "πάντα ονειρευόμουν ένα διεθνές brand name που θα ταυτιζόταν με την Ελλάδα". Τώρα το τσάι Tuvunu μπορεί να το βρει κανείς σε Νέα Υόρκη, Σικάγο, Λος Άντζελες, κυκλοφορεί επίσης στην αγορά της Αγγλίας, και της Γερμανίας, ενώ συνολικά φτάνει σε 10 χώρες και διαρκώς προστίθενται και άλλες στη λίστα.